- φελλοχαλαστώ
- -έω, Α(για ιερέα τής Ίσιδος κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών) χαλαρώνω τους φελλούς που συγκρατούν τα δίχτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + -χαλαστῶ (< χαλῶ «χαλαρώνω», πρβλ. χαλαστ-ικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.